- βιβλιοφυλάκιο
- τοειδικά διαμορφωμένος χώρος στον οποίο φυλάγονται βιβλία, έγγραφα, αρχεία: Το σχολείο έχει μεταφέρει το παλιό του αρχείο στο βιβλιοφυλάκιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.